- κοτζάμ
- επιθ. άκλ. огромный, большой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοτζάμ — και κοτζάμου (λ. τουρκ.), άκλ., τεράστιος, μεγάλος, πελώριος: Είναι κοτζάμ άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοτζάμ — και κοτζάμου άκλιτο επιθετικό πρόθημα που προσδιορίζει ουσιαστικά, στα οποία δίνει την έννοια τού μεγάλου, τού ογκώδους («κοτζάμ άντρας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. koca m, συντετμ. τ. τού kocaman «πολύ μεγάλος, πελώριος» (> κοτζαμάνης*)] … Dictionary of Greek